ὑπερκοσμίου

ὑπερκοσμίου
ὑπερκόσμιος
supramundane
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ВЕРА, НАДЕЖДА, ЛЮБОВЬ И СОФИЯ — [греч. Πίστις, ᾿Ελπίς, ᾿Αγάπη, Σοφία; лат. Fides, Spes, Caritas et Sapientia] († ок. 120 или ок. 137), мученицы (пам. 17 сент.), пострадали в Риме при имп. Адриане. Знатная вдова С. воспитала в благочестии 3 дочерей, к рым дала имена,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”